ὀστοῦ

ὀστοῦ
ὀστέον
d Fr.
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μυελική κοιλότητα οστού — Περιέχει μυελό και διατρέχει το κέντρο ενός μακρού οστού. Είναι η κεντρική κοιλότητα της σπονδυλικής στήλης που περιέχει το νωτιαίο μυελό …   Dictionary of Greek

  • κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • οστίτης ιστός — Παραλλαγή συνδετικού οστού, στη θεμέλιο ουσία του οποίου βρίσκεται μεγάλη ποσότητα αλάτων, που προσδίδει χαρακτηριστική σκληρότητα και ανθεκτικότητα σε ολόκληρο τον ιστό. Η μικροσκοπική δομή περιλαμβάνει κύτταρα και μεσοκυττάριο ουσία· τα πρώτα,… …   Dictionary of Greek

  • κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • όγκωμα — το (ΑΜ ὄγκωμα) [ογκώ] εξόγκωμα, διόγκωση, πρήξιμο νεοελλ. ανατ. υβοειδής προεξοχή οστού (α. «όγκωμα βραχιόνων» ονομασία δύο επαρμάτων τα οποία βρίσκονται στο άνω άκρο τού βραχιόνιου οστού β. «γενειακό όγκωμα» στρογγυλό έπαρμα που βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • επίφυση — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει βάρος 100 180 γρ., σχήμα κωνικό, σαν καρπός πεύκου, και βρίσκεται στη μέση του εγκεφάλου, στο πίσω μέρος του, στην οροφή της τρίτης κοιλίας. Παρομοιάζεται με φράγμα που συγκρατεί τις σεξουαλικές ορμόνες. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”